Καλάβρυτα, 13 Δεκεμβρίου 1943


“Unternehmen Kalawrita”

















το μεγαλύτερο έγκλημα πολέμου στην Ελλάδα…





Στα Καλάβρυτα έγινε μία από τις μεγαλύτερες σφαγές αμάχων στην κατεχόμενη από τους ναζί Ευρώπη. Περίπου χίλιοι άνδρες εκτελέστηκαν σε αντίποινα για την δράση αντάρτικων τμημάτων και την εκτέλεση Γερμανών στρατιωτών . Από τους άνδρες που οδηγήθηκαν στον τόπο της θυσίας, λίγο έξω από την πόλη, επέζησαν μόνο 11 που προσποιήθηκαν τους νεκρούς μέσα στο σωρό των κορμιών που θέριζαν τα πολυβόλα και έτσι απέφυγαν τη χαριστική βολή. Ένας από αυτούς ήταν και ο Τάκης Σπηλιόπουλος. Η αφήγησή του από το βιβλίο τού Κ. Καλαντζή «Οι σφαγές των Καλαβρύτων» (εκδόσεις Αετός, Αθήνα 1945):


«…Πρωί πρωί, αρχίσανε να χτυπάνε οι καμπάνες δαιμονισμένα. Μαζευτήκαμε όλοι στο σχολείο. Τις γυναίκες τις έβαλαν μέσα στην αίθουσα κι εμάς τους άνδρες, από 14 ετών κι απάνου, όξω στο μεγάλο προαύλιο. Εκεί, ως ότου να μαζευτούνε όλοι, μείναμε ως τις 9. Κατά τις 9 και 10 μας διάταξαν να ξεκινήσουμε. Κανείς δεν ήξερε πού θα μας πήγαιναν. Ο ένας ρώταγε τον άλλον: Πού θα μας παν; Θα μας σκοτώσουν; Ω, θεέ μου!. Μπροστά πηγαίναν οι διανοούμενοι, οι παπάδες, οι γιατροί, οι δικηγόροι, οι καθηγητές και οι αξιωματικοί. Το βήμα μας ήτανε άτονο και κουρασμένο. Μας έβαλαν στο δρόμο του νεκροταφείου. Τρομάξαμε. Αρχίσαμε όλοι να βλέπουμε μπροστά μας το θάνατο. Σε λίγο φτάσαμε στο χωράφι του Καππή, που είναι πιο εκεί από το νεκροταφείο. Εκεί μας είπανε να σταματήσουμε. Σε απόσταση 40 μέτρων από μας έστησαν καμιά δεκαριά πολυβόλα. Σε κάθε πολυβόλο ήτανε δύο στρατιώτες.
- Κάτσετε, μας είπαν.
Άλλοι κάτσαν κι άλλοι έμειναν όρθιοι κουβεντιάζοντας και καπνίζοντας. Προσπαθούσμε όλοι να
μαντέψουμε το μεγάλο αίνιγμα που είχε ορθωθεί σαν διάβολος μπροστά μας. Οι Γερμανοί σουλάτσερναν γύρω μας ενώ πιο πάνου, μερικοί άλλοι, κράταγαν καραούλι. Φοβόντουσαν φαίνεται τους αντάρτες. Ίσως κιόλας να τους περίμεναν γιατί συχνά ο υπαξιωματικός έβαζε τα κιάλια του κι ερεύναγε γύρω τον τόπο. Έτσι εκεί κάτσαμε κάπου τρεις ώρες. Ήτανε ώρες που μας φανήκανε ατέλειωτες. Άξαφνα διαδόθηκε ανάμεσα σ’ όλους ότι οι Γερμανοί είπαν ότι δεν θα μας σκότωναν, παρά μας έφεραν εκεί, για να δούμε για τελευταία φορά τα καιόμενα Καλάβρυτα. Μετά θα φεύγαμε. Κανένας δεν το πίστεψε αυτό. Είχαμε καταλάβει όλοι πια το τέλος μας. Στις 11 και μισή ήρθε ένας άλλος Γερμανός αξιωματικός με έξι στρατιώτες. Έφερε ένα χαρτί και το ‘δωσε στον αναθεματισμένο πυράρχη, που κράταγε στα χέρια του μια βίτσα και μας κύτταγε με περιφρόνηση. Ήταν κοντός. Μιας πιθαμής άνθρωπος. Κείνος το διάβασε και μετά είπε στον αξιωματικό να πάει πιο πάνου με τους στρατιώτες του. Η αγωνία μας κορυφώθηκε σαν είδαμε κείνο το χαρτί. Τι να λέγει τάχα; ρώταγαν όλοι. Ανάμεσα όμως σ’ αυτές τις ώρες είχανε πάρει φωτιά τα Καλάβρυτα.

Τότε ακούσαμε φωνές. Νομίσαμε πως σκότωσαν τα παιδιά και τις γυναίκες. Δεν μπορούμε με λόγια να σας πούμε τι αισθανθήκαμε κείνη τη στιγμή. Μας είναι αυτό αδύνατο. Στις 12 ακούσαμε το μεγάλο ρολόι να μετράει τις ώρες. Συμβολική στιγμή. Ζήσαμε όμως καμπόσο. Ίσως μισή ώρα. Ίσως? Δεν μπορούμε αυτά να τα καθορίσουμε. Πάντως έπειτα από λίγο φάνηκαν μερικές φωτοβολίδες. Οι διανοούμενοι άρχισαν να μιλάνε. Καθένας έλεγε και από δυο ζουμερά λόγια. Και μετά ο Καθηγητής Αθανασιάδης βγήκε λίγο πιο μπροστά κι άρχισε να βρίζει γαλλικά τον Τέννερ (σ.σ. ο πυράρχης που γνώριζε ελληνικά) και τους Γερμανούς. Ο Τέννερ τότε κάτι τραύλισε και κούνησε το χέρι του. Λάλησαν αμέσως τα πολυβόλα. Άλλοι σκοτώθηκαν με τις πρώτες ριπές κι άλλοι έπεσαν απλήγωτοι. Τότε ήρθαν πιο κοντά μας οι Γερμανοί κι άρχισαν στον καθένα να δίνουν τη χαριστική βολή. Ακούγαμε κλάματα παιδιών και χτύπους. Δεν βλέπαμε τίποτα. Παραστέναμε το νεκρό. Είχαμε πάρει αίμα από τους διπλανούς κι είχαμε γιομίσει τα μούτρα μας και τα κεφάλια μας. Έναν έναν τον τράβαγαν για να δούνε αν πραγματικά ήταν πεθαμένος. Εμένα, λέει ο Γεωργαντάς, με τράβηξαν τρεις φορές. Φαίνεται πως κάποια φορά κουνήθηκα. Γιατί την τρίτη, μου έδωσαν τη χαριστική βολή που μου τρύπησε πέρα για πέρα το λαιμό».